Μεγάλη Παρασκευή. Το πρωί ζωοπανήγυρης, που κρατά από παλιά όταν το χωριό ήταν κεφαλοχώρι. Ο βαλές της τράπουλας κρεμιέται ανάποδα. Το μεσημέρι ούζα στην Πλατεία με λαγάνα και κουκιά βραστά. Η προσμονή όλων -γερόντων και νέων- όμως ήταν για το βράδυ. Με το κλείσιμο της αγοράς άρχιζε η μυσταγωγία. Εμείς πιτσιρικάδες, περιμέναμε εκείνη τη βραδιά για να δούμε και να μιλήσουμε με τις κοπέλες που μας άρεσαν. Εκείνες τις ώρες είχαμε την ελευθερία και την άνεση να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, πολύ περισσότερο που ήταν νύχτα.
Μέσα στην εκκλησία οι ευωδιές τον ανοιξιάτικων μύρων που στόλιζαν τον Επιτάφιο, μπερδεμένες με το μοσχολίβανο και οι ύμνοι της χορωδίας δημιουργούσαν μια άκρως ερωτική ατμόσφαιρα. «Ω γλυκύ μου έαρ…», ακούγονταν από το γυναικωνίτη και οι ματιές μας έτρεχαν να συναντήσουν τις άλλες ματιές.
Μετά, έξω απ’ την εκκλησία στο σταυροπάζαρο συναντιόμασταν με τον άλλον Επιτάφιο της κάτω ρούγας. Για εκείνους που οι καρδιές ανήκαν στις κατωρουγιότισσες ήταν η κορύφωση του μυστηρίου. Συνωστισμός, αγγίγματα αθώα, ματιές με προσμονή. Και τα στρομπόνια, ειδικής κατασκευής βομβίδια, υποδούλωναν με τρομερό κρότο το μεγάλο συμβάν του θανάτου και της επικείμενης Ανάστασης, σπάζοντας τις τζαμαρίες των μαγαζιών.
Την μεγάλη Παρασκευή του 1967 με τον Καβουρίνο ρίξαμε στο πηγάδι δέκα «παιδιά» του, όπως έλεγε με δάκρυα στα μάτια. Κράτησε ένα, δεν άντεξε, το έριξε και οι χωροφύλακες έτρεχαν και δεν έφταναν. «Αντικαθεστωτική» ενέργεια εν αθώα συγχύσει.
Οι Επιτάφιοι στο χωριό μας δε γυρίζουν μόνο στους κεντρικούς δρόμους, πηγαίνουν μαζί με όλους πολίτες, χριστιανούς και άθεους στο νεκροταφείο για να ανταμώσουν την βραδιά αυτή με τους νεκρούς τους. Είναι η μέρα τους. Οικογένειας χαμένες, σκορπισμένες, τσακωμένες εκεί συναντιούνται, πλημμυρίζοντας τους τάφους με άνθη, κεριά και λιβάνια, ανασταίνοντάς τους νεκρούς τους στιγμιαία. Έξω απ’ το νεκροταφείο τεράστια φωτιά που φτάνει στον ουρανό καίει χρόνο. Τι άραγε να συμβολίζει; Την κόλαση; Το δέος μπροστά στα στοιχειά της φύσης που θα συναντούσαμε χωμένα στους τάφους τους ή την κάθαρση;
«Οὐαὶ δε ὑμῖν, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί,
ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι… Διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα.
Οδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!
Όφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!»
Φέτος ξαναπήγα. Ήμουν έτοιμος, περίμενα, εγώ ένας άθεος, να ακούσω με τη ψυχή μου τους ψαλμούς του θανάτου που υμνούν την ζωή.
«Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία»
Τα στρομπόνια έγιναν βόμβες που ο κρότος τους ερχόταν από πέρα μακριά, από τη μεριά της Πρίστινα.
«Πως οι ταγματάρχαι
έφερον την τόλμην των σταυρωτών;
Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μας εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μας… Εκάθησε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος.. και ηκηδίασεν επ’ εμών το πνεύμα μας, εν εμοί εταράχθη η καρδία μας.
Η ψυχή μας ως γη άνυδρός σοι…»
Η προσευχή του παπά «Υπέρ της ειρήνης του σύμπατος κόσμου» δεν περνά τούτη τη νύχτα απαρατήρητη από πιστούς και άπιστους. Παίρνει χρώματα. Το μελανό είναι το ισχυρότερο.
«Έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως»
Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον μαστιγώνει.
«Οὐαὶ δε ὑμῖν, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί,
ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι…
Διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα.
Οδηγοὶ τυφλοὶ,
οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!
Όφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!»
Από την Ωραία Πύλη βγαίνει ένας μουστακαλής με τσιρότα στα μάτια, με χειροπέδες τα χέρια απαγγέλλοντας με φωνή, παρ’ όλα αυτά βροντώδη:
«Τω καιρώ εκείνω, πρωίας γενομένης
συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς και
οι πρεσβύτεροι του λαού κατά Ιησού ώστε θανατώσε αυτόν…..
Καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν τῷ ἡγεμόνι»
Η χορωδία στο γυναικωνίτη αναρωτώμενη άδει:
«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου
τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;»
Οι βόμβες σφυρίζοντας πέφτουν τα κρανία μας.
«Ούτε γή, ώς εσείσθη, ούτε πέτραι ώς ερράγησαν, ουδένα
έπεισαν, ούτε τού ναού το καταπέτασμα…
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω
καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν
καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἠγέρθησαν…»
Οι γέφυρες τρομαγμένες καταρρέουν. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να τραγουδούν…
Τα προσφυγικά καραβάνια βουτηγμένα στη λάσπη, γέροντες βουτηγμένοι να λυγούν και να πέφτουν, άντρες να στρατολογούνται βιαίως, μόνες οι γυναίκες στύλος καρτερικός, με κρυσταλλωμένα τα δάκρυα στις παριές τους. Νατοϊκά Κρουζ να επαναπυροδοτούν τις εθνοκαθάρσεις.
«Έφριξεν η γη και ο ήλιος εκρύβη»
Ο ψάλτης οδύρεται:
«Γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι.
Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και αι γυναίκαι αυτών χήραι. Σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτών και επαιτησάτωσαν, εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών,
μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοις ορφανοίς αυτών…
γενηθήτω τα τέκνα αυτών εις εξολόθρευσιν,
εν γενεά μιά εξαλειφθείη το όνομα αυτών,
Γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός,
ανθ΄ων ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος
και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν
και κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι.
Δόξα τη ση οικονομία…»
Σε ποιο τάφο να θάψει το τέκνο της, μόνο λάσπη, λάσπη, λάσπη, που το καλοκαίρι θα γίνει μπουχός παρασυρμένος από τον άνεμο, σκορπώντας τα κόκκαλα.
Η ζωή εν λάσπη!
«Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;»
Ο ψάλτης ικετεύει:
«Δός μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα…
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα…
Ω Υιέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω».
Η φωτιά στο νεκροταφείο έχει πάρει διαστάσεις, κυκλώνει όλους εμάς που στεκόμαστε πάνω από τους τάφους, τα μάρμαρα από τη ζέστη σπάζουν και σκελετοί πετάγονται έξω, παίρνουν σιγά-σιγά την μορφή των αγαπημένων προσώπων που μας κοιτούν όχι πια με αγάπη, αλλά με περιφρόνηση.
«Που ακούστηκαν τέτοια πράγματα στο νέο αιώνα σας; Του χρόνου μην ξανά έρθετε… εσείς είστε οι νεκροί!»
«Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή μας»
«Έι, εσείς». Γυρίζω, εκεί στην άκρη της μάντρας, το πιο ψηλό κυπαρίσσι παίρνοντας τη μορφή του Νώντα του Βαραββά με αδιευκρίνιστο χαμόγελο, μας λέει: ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ
*Η επιφυλλίδα αυτή γράφτηκε τις μέρες του Πάσχα του 1999, που μαινόταν η επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, που κράτησε78 ημέρες.
” Η Εποχή10/4/1999″