Καλοκαίρι 1974. Μόλις είχε πέσει η δικτατορία και είχαν επιστρέψει όλοι καταδιωκόμενοι αριστεροί στην γενέτειρα τους. Γνωρίζαμε πως τρεις-τέσσερις δεν ήθελαν για διάφορους λόγους να γυρίσουν. Ένας όμως, ο πιο ψηλά ιστάμενος Λεχαινίτης στην ιεραρχία του ΕΑΜ, ο καπετάνιος στην περίφημη μάχη στο Πούσι, ο εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ στην συμμαχική αποστολή μετά την κατάληψη της Πάτρας, ο Γιάννης Πονήρης είχε εξαφανιστεί. Διάφορες φήμες τον έφερναν στην Ιταλία, άλλες στην Λατινική Αμερική κι άλλες πεθαμένο.

Κυριακή πρωί μαζί με το καφεδάκι στην πλατεία με τις κουκουναριές διαβάζω ανοιχτά την Αυγή. Παρά την πτώση της δικτατορίας θεωρείτο τότε προκλητική πράξη η δημόσια ανάγνωση της Αυγής και του Ριζοσπάστη.

«Τι λέει το όργανο γερό μου;» Σήκωσα το κεφάλι μου• κατάλαβα πως χρησιμοποιώντας την λέξη «όργανο» που Έβαζε η Αυγή στο λογότυπο της έδινε ένα σήμα αναγνώρισης. Είδα ένα καλοστεκούμενο τύπο, με επιμελημένο ντύσιμο, με ανοιχτό πρόσωπο και γελαστά μάτια. Πήρε μόνος του την καρέκλα και κάθισε.

«Ο Μάκης είσαι έ; Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Πονήρης. Να με λες γέρο». Νάτος λοιπόν μπροστά μου ο αντάρτης-μύθος, ο καπετάν Ξάνθος. Διαφορετικός από όσα είχε σχηματίσει η φαντασία μου. Τον περίμενα τεράστιο, με άγρια μουστάκια, με χαρακωμένο από τις κακουχίες και βλοσυρό πρόσωπο, με βροντώδη φωνή. Παρά τις ιδεολογικές μας διαφορές, που πάντα όμως συζητιόταν-εξαιτίας του φυσικά- σε ήρεμο κλίμα και με διαλεκτικό τρόπο, γίναμε φίλοι. Απέφευγε επιμελώς να μιλάει για τον εαυτό. του μόνο όταν σχολίασε ορισμένα γεγονότα καταλάβαινες πως είχε πρωταγωνιστήσει ο ίδιος σε αυτά.

Καπετάνιος του ΕΛΑΣ έχοντας σαν πολιτικό επίτροπο τον αχώριστο μέχρι το θάνατο του φίλου του Γιάννη Γαλανόπουλο (Ανέστη), πρωταγωνίστησε στο αντάρτικο του Μοριά. Τον έπιασαν πριν ανέβει για δεύτερη φορά στο βουνό και αφού τον βασάνισαν για μήνες τον έκλεισαν φυλακή κάμποσα χρόνια. Μετά αφού δούλεψε σαν λογιστής άνοιξε ένα μικρό εκδοτικό οίκο. Είχε αποχωρήσει από το ΚΚΕ διαφωνώντας με την ηγεσία του, θεωρώντας τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σαν γενεσιουργό αιτία της κακοδαιμονίας του. Πήγε στην Ιταλία «με το δικό μου μηχανισμό», όπως έλεγε. Πρόσφατα μάθαμε πως έφυγε με πλαστό διαβατήριο που έφτιαξε ένας άλλος Λεχαινίτης- πατέρας ενός γνωστού ηθοποιού-που είχε κάποια οικογενειακή παράδοση παραχάραξης και κιβδηλοποιίας.

Μαζί με τον Γιάννη Γαλανόπουλο «καπετάν Ανέστη», τον Αντρέα Κωστανταραρόπουλο (Μπαταριά) και το Νίκο Μάμαλη, πρόεδρο της ομοσπονδίας Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία, έφτιαξαν μία αντιστασιακή ομάδα την «Ανεξάρτητη Αριστερά», βγάζοντας και την εφημερίδα «Επίθεση». Βρίσκονταν στα αριστερά των κομμουνιστικών κομμάτων και είχαν προσανατολισμό τις δυναμικές ενέργειες, όπως αυτή που έκανε η ομάδα τους ανατινάζοντας τους πυλώνες της Δ.Ε.Η. στον Ασπρόπυργο.

Αν τέλειωνε εδώ η παρουσίαση του «γέρου» η εικόνα που θα σχηματιζόταν θα ήταν ένας ενός κλασικού αγωνιστή της αριστεράς. Όμως ο Γιάννης ήταν διαφορετικός. Ήταν ένας μποέμ της Αριστεράς. Με λογοτεχνικό υπόβαθρο, άνετος χρήστης ξένων γλωσσών, ντυμένος κομψά, όχι όμως ακριβά, μπορούσε με άνεση κοσμοπολίτη να γίνει το ίδιο αποδεκτός στις γιάφκες και στα σαλόνια.

Μια φορά μια έντονα κομψοντυμένη Ιταλίδα κοντέσα, στενή σύνοδος του την εποχή εκείνη αναστάτωσε το γνωστό «καφέ γκρεκ» της Ρώμης κραυγάζοντας «πόρκο κομμουνίστα» κι αυτός θέλοντας να κερδίσει τις τελευταίες εντυπώσεις είσαι απάντησε μειλίχια «πουτάνα μοναρχίστα»!

Το 1973 βρέθηκε στην Αντίκουα μαζί με το σύντροφό του Νίκο Μάμαλη. Εκεί, βλέποντας τον να προπαγανδίζει στους ιθαγενείς τις απελευθερωτικές του ιδέες τον ερωτεύτηκε η κόρη του φύλαρχου. Ο Γιάννης ερωτευμένος κι αυτός, γνωρίζοντας πως απέτυχαν οι διάφοροι δοκιμασμένοι δρόμοι, σκέφτηκε να εφαρμόσει τον «Λεχαινίτικο δρόμο προς τον σοσιαλισμό» με τη βοήθεια της αρχοντόπουλας. Ο έρωτας τους και οι συνωμοτικές προεκτάσεις του όμως αποκαλύφθηκαν και ο Γιάννης χάρις στις παρακλήσεις της κοπελιάς δεν κλείστηκε στη φυλακή, απλώς απελάθηκε. Δεν του έπεσε όμως πολύ βαριά γιατί την ίδια ακριβώς εποχή έπεσε ή δικτατορία και έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Νίκος χαρούμενος έτρεξε να αναγγείλει το ευχάριστα νέα στον Γιάννη. Αυτός όμως θέλοντας να μη διαταράξει τη μεσημεριανή του σιέστα είπε «τράβα κοιμήσου και τα λέμε αργότερα»…

Στο Λονδίνο, που βρισκόμουν ένα φεγγάρι, εμφανίστηκε ξαφνικά- σαν σύνοδος αρρώστου μιας και ήξερε τη γλώσσα- και μας γέμισε χαρούμενα με τις θεωρίες του και τις ατάκες του. Δεν ήταν εύκολο να τον αποχωριστείς άμα τον γνώριζες. Ακόμα και ο τότε πρωθυπουργός του Καναδά Πιέρ Τριντώ, που είχε πάει για το μήνα του μέλιτος στην Αντίκουα, τον προσκάλεσε να το φιλοξενήσει στον Καναδά.

Ο Γιάννης ανακάλυψε πως είχε ταλέντο στην ζωγραφική. Άρχισε μανιωδώς τα μαθήματα στη Ρώμη και στην Αντίκουα, συμπληρώνοντας τον λειψό χρόνο του με μία ακόμη δημιουργία και έμπνευση.

Ό, τι απόμεινε από την περιουσία της αστικής οικογένειας του την άφησε στο Δήμο Λεχαινών και στην Πολιτιστική Ένωση, της οποίας ήταν κι αυτός μέλος.

Ο δανδής αντάρτης έφυγε προχθές ζωγραφίζοντας…

Στη φωτογραφία (1984) ο Γιάννης Πονήρης στο σημείο που έγινε η περίφημη μάχη στο Πούσι

Από την επιφυλλίδα «Εποχικά» του Μ. Μπαλαούρα στην «Εποχή»