ΣΑΝΤΕ σκέτο*

April 20th, 1997

Με γερμένο το δεξί ώμο και με κοφτό βήμα, μαγκιά περασμένων εποχών, στρογγυλοκάθησε, βγάζοντας από την τσέπη του ένα κόκκινο πακέτο τσιγάρα ΣΑΝΤΕ άφιλτρο.
– «Τα ξέρεις αυτά;» μου είπε.
– Ναι, φυσικά, ακόμα αυτά καπνίζεις;
– «Άλλο σ’ ρώτησα. Θυμάσαι που στα έστειλα όταν σ’ έπιασαν»;
Ένας στρόβιλος μνήμης με πλημμύρισε.
«Τι τσιγάρα καπνίζεις;» με ρώτησε ο φρουρός.
– «Βασικά Άσσο σκέτο, αλλά καμιά φορά και ΣΑΝΤΕ» είπα ψέματα, έτσι αυθόρμητα.
– «Πάρτα, σ’ τα έστειλε η αδελφή σου» μου είπε.
Ήταν το σήμα, πως οι άλλοι είναι καλά και είναι κοντά μου…
Ο καπνιστής των ΣΑΝΤΕ ήλθε από το χωριό του να σπουδάσει. Φυσικά τον περίμενε ο Βλάσης ο ασφαλίτης.
«Άκου φίλε, η οικογένεια σου είναι σταμπαρισμένη, εσύ όμως, μαθαίνω, πως είσαι καλό παιδί, γι’ αυτό δε θα σε διώξουμε από τη Σχολή, να έρχεσαι όμως να μου λες τι ακούς, γιατί υπάρχουν εδώ μέσα αρκετοί που δεν βάζουν μυαλό και δημιουργούν προβλήματα»…
Τον έβλεπα να με παρατηρεί επίμονα και αυτό άρχιζε να ν’ εκνευρίζει. Στο τέλος με πλησίασε και χωρίς περιστροφές μου είπε. «Στη Φωκίωνος υπάρχει το τάδε μπαρ, έλα να μιλήσουμε».
Πήγα από περιέργεια, αν και φοβισμένος. Σκοτάδι, μουσική ανακατεμένη. Μια γυναίκα έντονα βαμμένη και ημίγυμνη με πλησίασε… «Άστον αυτόν, είναι δικός μου» άκουσα μια φωνή.
»Άκου να δεις, σ’ έκοψα από τη φάτσα, από το κομπολόι και από τη μαυροφορεμένη που κυκλοφορείς και πιστεύω πως είσαι εντάξει».
Μου είπε τι τον βασάνιζε. Ζητούσε βοήθεια… «Γίνε φίλος του» του είπα. Το πρόσωπο του πήρε αλλόκοτο χρώμα – λόγω και του φωτισμού του μπαρ – και σηκώθηκε απειλητικά. Του εξήγησα το απλοϊκό σχέδιο που αυθόρμητα μόλις είχε έλθει στο μυαλό μου.

Να τον χρησιμοποιήσουμε για αποπροσανατολισμό της Ασφάλειας!!!
Πράγματι, όταν ήλθε η μεγάλη στιγμή να μοιράσουμε τη «Μελέτη των 12 της ΑΣΟΕΕ» έδωσε λάθος πληροφορίες με συνέπεια το βράδυ εκείνο του Γενάρη του 73 εμείς να μοιράσουμε μ’ άνεση το φυλλάδιο μας στα κατάμεστα αμφιθέατρα, «στρατολογώντας» και άλλους…

Έφαγε, φυσικά, το ξύλο του γι’ αυτό. Μια μέρα στο κήπο του Μουσείου ερχόταν με το ίδιο μάγκικο στυλ του. «Να, ο πράχτορας μας» είπε η Σοφία. Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι σαν κύριο όνομα και επώνυμο. Όπως έκανε πάντα, έτσι και σήμερα προπαραμονή της επετείου της δικτατορίας, ήλθε απρόσμενα. Ήταν φτιαγμένος. Πήγε να πει ιστορίες. «Άστα αυτά, ρε Πράχτορα, κάτι διαφορετικό να θυμηθούμε». Έτσι άρχισαν να ξεδιπλώνονται μικρές ιστορίες αυταπάρνησης, συντροφικότητας αλλά και νοστιμιάς!

Ιστορία πρώτη. Ο Μανώλης είχε τότε σοβαρά προβλήματα με την υγεία του και έπαιρνε καθημερινά φάρμακα. Όταν τον έπιασαν, οι φίλοι του ανησύχησαν πολύ. Θα πάρω τηλέφωνο τον Καραπαναγιώτη, είπε κάποιος από μας. Πράγματι.
«Κύριε Καραπαναγιώτη, είμαι ο τάδε» (χαρά που θα έκανε ο ασφαλίτης νομίζοντας άλλα πράγματα).
»Έχετε συλλάβει τον Μανώλη… ο οποίος όμως έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας, παρακαλούμε να τον αφήσετε ελεύθερο, διαφορετικά θα έχετε αποκλειστικά την ευθύνη…».
«Τι είναι αυτά που λες ρε κωλόπαιδο;» κραύγασε ο ασφαλίτης.
«Κοιτάξτε, μπορώ να έλθω εγώ στη θέση του, το ίδιο είναι…».
«Αϊ στο διάβολο καθίκι, θα σε πιάσω, θα σε λιανίσω θα…» κατεβάζοντας όλα τα άγια και ιερά των Ελλήνων χριστιανών.

Ιστορία δεύτερη. Ο Αποστολής στην Ασφάλεια άκουγε στωικά 3-4 ασφαλίτες που προσπαθούσαν να του κλονίσουν την εμπιστοσύνη για τους συντρόφους του.
«Ρε, ξέρεις ο δείνα έχει λεφτά, ενώ εσύ είσαι μπατίρης, θα μείνεις στην ψάθα».
«Ο τάδε έχει συγγενή πολιτικό, θα τη βολέψει, ενώ εσύ θα σταμπαριστείς και κλάφτα…».
Του Αποστόλη το αυτί δεν ίδρωνε, απλά περίμενε να αρχίσουν τη γνω¬στή περιποίηση. Ένας ασφαλίτης από την ίδια περιοχή μ’ αυτόν, γνωρίζοντας την ευαισθησία των ντόπιων για τον ανδρισμό, φύλαγε το τελευταίο φαρμακερό βέλος.
«Ρε συ, ξέρεις πως ο έτσι είναι πούστης»;
Ο Αποστόλης δεν άντεξε άλλο, παραπήγαινε το πράγμα. «Τι λέτε ρε καριόλες» κραυγάζει και τους ορμά- ει αναποδογυρίζοντας καρέκλες και μετακινώντας γραφεία… Όλη η Ασφάλεια μαζεύτηκε για να τον ακινητοποιήσει…

Ιστορία τρίτη. ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μεταφέρουν τον κρατούμενο κτυπημένο και σαστισμένο για ανάκριση. Ο ταγματάρχης απέναντι του δήθεν ανέμελα και με αργές κινήσεις βγάζει από τη θήκη το πιστόλι. Δεν φαίνεται να βιάζεται… Περίεργη ησυχία. Ο κρατούμενος παρατηρεί με την άκρη των ματιών του το γραφείο. Βλέπει διάφορα ντοσιέ και γουρλώνει τα μάτια «αρνάκι Αργεντινής» το ένα, «αρνάκι κατεψυγμένο Ιρλανδίας» το άλλο, αρνί-αρνί-αρνί… Άρχισε να παθαίνει παραισθήσεις. «Τους μπαγάσηδες έφαγαν τα παιδιά (του Πολυτεχνείου) και έβαλαν παραπειστικούς φακέλους με αρνάκια, σκέφτηκε…
Στην ΕΣΑ Ν. Φιλαδέλφειας που τον μετέφεραν το μυαλό του ήταν συνεχώς στα αρνάκια.

Μια μέρα έφεραν καινούργιο κρατούμενο. Κάποια, σπάνια στιγμή που απουσιάζουν οι δεσμοφύλακες του φωνάζει. «Φίλε, κουράγιο, είμαστε και εμείς εδώ όλα θα περάσουν». Καμιά απάντηση από το απέναντι κελί. Ξανά η ίδια έκφραση συμπαράστασης·
Τότε ο νέος αρχίζει να κτυπά την πόρτα και να φωνάζει δυνατά. «Φρουρέ, φρουρέ»! Τον κρατούμενο που έβλεπε τα αρνιά τον έβγαλαν από το κελί του έξι εσατζήδες και τον περιποιήθηκαν. Τελικά έμαθε. Ο κρατούμενος που τον κάρφωσε, ήταν από την υπόθεση κρεάτων του Μπαλόπουλου. Τα αρνιά ήσαν πραγματικά αρνιά. Η χούντα τότε δεν είχε κανένα λόγο να καλύπτει έτσι τα θύματά της. Ήταν ακόμα ισχυρή…

Τέταρτη ιστορία. ΕΣΑ Ν. Φιλαδέλφειας. Βράδυ Κυριακής ακούγονται φωνές, κραυγές πόνου και κλάματα. «Ωχ και άλλους έφεραν» σκέφτηκαν οι παλιοί. Ξημερώματα πάλι η ίδια σκηνή, έφεραν κάποιον άλλον. Μετά από μερικές μέρες έμαθαν τι είχε συμβεί. Οι δύο πρώτοι υπηρετούσαν στην Ανακτορική Φρουρά και έκλεψαν κριθάρι από τους στάβλους. Το ίδιο βράδυ κάποιος φαντάρος στην πλατεία στα Σούρμενα είδε ένα κάρο και για να κάνει φιγούρα στην παρέα του έκανε ένα γύρο της πλατείας. Τον συνέλαβε η ΕΣΑ.

Τελικά ομολόγησαν ό,τι ήθελαν τα τσακάλια της ΕΣΆ Οι δύο έκλεψαν το κριθάρι για να ταΐζουν το άλογο που έκλεψε ο τρίτος…

Οι δύο φαντάροι της Ανακτορικής Φρουράς ταλαιπωρούντο αφάνταστα. Λόγω της γνωστής «κόντρας» του Σώματος τους με την ΕΣΑ, οι ΕΣΑτζήδες τους ξεφτίλιζαν συνεχώς. Αυτοί, λόγω τη κοινής μοίρας τους με τους πολιτικούς κρατούμενους, έπαιζαν ρόλο πληροφοριοδότη αλλά και σιτιστή σ’ αυτούς! Μια μέρα, παραμονή της Εθνικής Επετείου ακούστηκαν ερπύστριες από τανκς. «Ξανά πραξικόπημα θα έγινε» σκέφτηκαν. Μέσα από τις γρίλιες κοιτούσαν τις κινήσεις ενός τανκς με ανάμικτα συναισθήματα. «Ρε μπας και ο νέος δικτάτορας για να φανεί καλός μάς αφήσει ελεύθερους»;
Οδηγίες για τις μανούβρες του τανκς έδιναν οι δύο φαντάροι. Θέλεις από λάθος, θέλεις από ασυνεννοησία, θέλεις για να πάρουν εκδίκηση έδωσαν λάθος εντολές και το τανκς εισχώρησε στα μαγειρεία γκρεμίζοντας τους τοίχους… Τους δύο φαντάρους άρχισαν να τους κυνηγά όλη η ΕΣΑ με επικεφαλής τον οδηγό του τανκς.
Έφαγαν το ξύλο της αρκούδας. Από τότε χάθηκαν, πιθανόν να ομολόγησαν υπονομευτική πράξη εναντίον της Εθνικής Κυβέρνησης…

Ο Πράχτορας είχε καπνίσει το μισό πακέτο συζητώντας τις ιστορίες που τέλος δεν έχουν. Έβαλε το ΣΑΝΤΕ στη τσέπη, ευχήθηκε χρόνια πολλά και έφυγε γέρνοντας το δεξί του ώμο.

*Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου καρδιακό φίλο & σύντροφο Κώστα Σμυρνή «Πράκτορας» και όσους/όσες περπατήσαμε με αγάπη μαζί σε δύσκολες εποχές!

Φωτογραφία από τα βαφτίσια Βασιλίνας: οι τρεις νονοί Φούρας, Μπαλαούρας, Σοκορέλης & οι γονείς Χρύσα-Πράκτορας