Χάρηκα που τον είδα να επιστρέφει από τις μακρινές διακοπές του Πάσχα. Όταν μπορούσε τις κρατούσε περισσότερο τους μαθητές. Το μελαχρινό το πρόσωπο μου φάνηκε περισσότερο μελαχρινό και η φαλάκρα του κοκκίνιζε ελαφρά. Σαν να κατάλαβε την σκέψη μου είπε: «Έκανα τα μπάνια μου». Από τότε που είμαστε στο Γυμνάσιο, το πρώτο, σχεδόν πάντα, γινόταν την Μεγάλη Τετάρτη. Αν έφτιαχνε ο καιρός τότε έρχονταν και τα άλλα.
Φέτος δεν είχα πάει στα «άγια χώματα», όπως τα έλεγε, σαρκαστικά για τα ήθη και τα πάθη των κατοίκων τους. Καμιά φορά όμως τα λέγε έτσι και από νοσταλγία.
-«Τη μεγάλη Παρασκευή ξανά ζήτησα βέβαια δεν ήταν όπως παλιά που κατέβαιναν άνθρωποι από τα γύρω χωριά για να πουλήσουν αρνιά κατσίκια και γουρουνάκια για μεγάλωμα.
Θυμάσαι, πουλούσαν κι άλογα και γαϊδούρια που οι υποψήφιοι αγοραστές τα κοιτούσαν στα δόντια… Όμως πάλι στην πλατεία μαζεύτηκε ο κόσμος πίνοντας και γελώντας».
Πράγματι τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν για μας η γιορτή. Το μεγάλο Σάββατο και το Πάσχα ήταν οικογενειακές γιορτές. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν κοινωνική. Το πρωί το πανηγύρι-ζωοπανήγυρης για την ακρίβεια- προς το μεσημέρι μαζευόταν όλοι, οι ζώντες στο χωριό αλλά κι αυτοί που ήταν στην Αθήνα, στον Καναδά ή στην Αυστραλία. Κυρίως μέσα από το γκαλά του ποτηριού των ούζων έβλεπαν το παρελθόν. Ότι ωραίο, είχαν κρατήσει απ’ αυτό. Τα άλλα τα άσχημα τα είχαν πετάξει στο καλάθι των άπλυτων…
Ουζοποσία, κεράσματα, πειράγματα. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν και η μέρα που δεν υπήρχε η οικογενειακή εστία. Για λόγους θρησκευτικούς δεν έβαζαν χύτρα. Οι μπακάληδες τροφοδοτούσαν απευθείας με νηστίσιμα τα στομάχια μας. Μεγάλα μαυρισμένα καζάνια- όπου τις άλλες μέρες πιθανώς μούλιαζαν τα ρούχα- έφτιαχναν τα κουκιά. Λαγάνες, ελιές, χταπόδι, κουκιά και ταραμάς ο μεζές μας.
Το βράδυ, αφού έκλειναν τα μαγαζιά της αγοράς άρχιζε το ωραιότερο μέρος των διακοπών του Πάσχα. « Ω, γλυκύ μου έαρ» έλεγε η χορωδία που φτιαχνόταν επί τούτου και διαλύονταν μέχρι την επόμενη Μεγάλη Παρασκευή. Εμείς, πιτσιρικάδες δεν πολυκαταλαβαίναμε τους ύμνους, τους αισθανόμαστε όμως βαθιά.
Ήταν τα πρώτα σκιρτήματα της ερωτικής μας άνοιξης. Τα λουλούδια του στολισμένου Επιταφίου, τα λιβάνια και τα μοσχολίβανα, το κερί που λιώνει, οι άλυκες μυρωδιές, οι δικές μας έφτιαχναν μια αλλιώτικη ατμόσφαιρα, κάτι σαν μαγικό, ερωτικό μαστούρωμα. Και το αποκορύφωμα έρχονταν μόλις έφτανε ο άλλος Επιτάφιος, της κάτω ρούγας πάντα πιο όμορφος από τον δικό μας, ίσως γιατί τον έφτιαχναν τα κορίτσια εκείνης της γειτονιάς που είμασταν ερωτευμένοι. Εκείνος ο Επιτάφιος περιμέναμε να μας φέρει, με ασυγκράτητη λαχτάρα την μέθεξη. Οι επιτάφιοι μαζί πια κι εμείς ανακατεμένοι αγόρια και κορίτσια της πάνω και της κάτω ρούγας, μακριά από τα βλέμματα των γονιών μας επισκεπτόμαστε τα μνήματα. Η μοναδική χρονιάτικη επαφή με αυτούς που έφυγαν. Έξω από το νεκροταφείο μας περίμεναν νέες μυρωδιές κομμένων κλιμάτων. Μυρωδιές, μυρωδιές και ευωσμίες…
«Έ’ ξύπνα», άκουσα την βαριά φωνή του. Γύρισα στην πραγματικότητα που πληγώνει.
«Άκου τι έγινε το Σάββατο. Το απογευματάκι βλέπω πολύ κόσμο να μαζεύεται στην πλατεία. Κυρίως γριές αλλά και κάποιοι πιο νέοι, με την δημοτική αρχή και τους παπάδες μπροστά ξεκίνησαν υπό τους ήχους της μπάντας του Δήμου. Πάνε να προϋπαντήσουν την άνοιξη του Κυρίου, είπα. Μου άρεσε έτσι όπως το σκέφτηκα…»
«Μετά από μία-μιάμιση ώρα επέστρεψαν. Οι γριές είχαν κάτι στο βλέμμα τους που έλαμπε. Βρήκαν την χαμένη τους άνοιξη, σκέφτηκα. Οι παπάδες κρατούσαν στα χέρια τους φανάρια, σαν κι αυτά των παιδιών το βράδυ της Ανάστασης». Παραξενεύτηκα και άρχισα να ρωτάω. Ξέρεις τι ήταν;
«Φέτος για πρώτη φορά ήρθε στην επαρχία το αληθινό φως. Το φως κατευθείαν από τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι τώρα το άγιο φως υπήρχε μέσα στο νερό και οι παπάδες το συντηρούσαν σαν τα μάτια τους. Έτσι έδειχναν στον κόσμο. Βέβαια, άμα καμιά φορά έσβηνε, το άναβαν με τα σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου. Κανένα πρόβλημα βέβαια. Παρέμενε ίδια ιερότητα..».
«Φέτος όμως η σοσιαλιστική εκσυγχρονιστική μας κυβέρνηση και κυρίως ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Γεράσιμος Αρσένης αποφάσισαν να διαθέσουν στον θρησκευόμενο λαό τους το πραγματικό Άγιο Φως. Απ’ ευθείας με «F-104» από τους Αγίους Τόπους στον Άραξο. Και από κει για όλη την Πελοπόννησο, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο. Πιθανόν κι άλλα αεροπλάνα να έφερναν το άγιο φως στα Γιάννενα, την Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη, το Ηράκλειο. Και από κει σε όλη την Ελλάδα! Κάποιοι είπαν πως πρόκειται για ειδωλολατρικές εκδηλώσεις».
Κατάλαβα πως δε μου έκανε πλάκα. Οι παγανιστικές εκδηλώσεις της Μεγάλης Παρασκευής μέσα από αιώνες άνοιξης τι σχέση είχαν με τη μεταφορά του ιερού φωτός. Μάλλον σκοτεινές μέρες Βυζαντίου θύμιζαν. Τον άρτο και τα θεάματα αν και σήμερα το βάρος δεν πέφτει στο πρώτο σκέλος…
Ποιος θα πληρώσει αυτό το «φως που καίει»,… που μας ζεματίζει και μας εκμαυλίζει;
Από την επιφυλλίδα «Εποχικά» του Μ. Μπαλαούρα στην «Εποχή» στις 5 Μαΐου 1996