image_pdfimage_print

Του Μάκη Μπαλαούρα

Τον Δεκέμβριο του 2003 γράφαμε ότι «η “Εποχή” από τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας της εδώ και 13 χρόνια έχει ασχοληθεί σε βάθος με το Κυπριακό παρουσιάζοντας τις θέσεις και των δύο κοινοτήτων. Δείξαμε ότι στην Κύπρο ζουν και Τουρκοκύπριοι. Η εφημερίδα μας έχει πάρει συνεντεύξεις και φιλοξενήσει άρθρα από κεντρικά πολιτικά πρόσωπα( Βασιλείου, Παπαδόπουλου, Χριστόφια,Ταλάτ, Ιζκάν, Λεβέντ και από τους επικεφαλής των μεγαλύτερων εργατικών συνομοσπονδιών και από τις δύο κοινότητες. Το 1999 στο Φεστιβάλ της Εποχής και αργότερα, το 2003, σε ειδική εκδήλωση συζητήθηκε το Κυπριακό με ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Υπερηφανευόμαστε λοιπόν γιατί ασχοληθήκαμε με το σημαντικό αυτό ζήτημα, όταν τα άλλα ΜΜΕ αγνοούσαν τι γίνεται στο νησί και κυρίως στην τουρκοκυπριακή πλευρά».
Λίγο αργότερα γράφαμε: «Σήμερα υπάρχουν τρεις λύσεις.
• Η πρώτη να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, δηλαδή η de facto διχοτόμηση, αναμένοντας καλύτερες μέρες, οι οποίες δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα έρθουν, όπως δεν ήρθαν τα προηγούμενα 28 χρόνια, που οι συνθήκες ήσαν καλύτερες.
• Η δεύτερη, να επιβληθεί και de jure διχοτόμηση. Αυτή η λύση θα ‘ταν ίσως ενδιαφέρουσα, αν πίσω από τη γκριζοπράσινη διαχωριστική γραμμή δεν υπήρχαν 45.000 ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες με προηγμένο οπλισμό, που θα δημιουργούν συνθήκες ανασφάλειας στους κατοίκους του νησιού και ιδίως στους Ελληνοκύπριους…
• Είμαστε υπέρ της επίλυσης και για έναν επιπλέον – σημαντικότατο – λόγο. Το ότι όλοι οι Τουρκοκύπριοι, αψηφώντας τα τανκ και τον αυταρχισμό, βγήκαν στους δρόμους ζητώντας την επανένωση του νησιού. Και εμείς, ως αριστεροί, δεν πρέπει να μην πάρουμε σοβαρά υπ’ όψιν το γεγονός αυτό, όταν μάλιστα ενισχύεται και από παρόμοιες πρωτοβουλίες των Ελληνοκυπρίων».

Δυσμενέστερη η κατάσταση σήμερα

Μετά από 10 χρόνια το σκηνικό έχει διαφοροποιηθεί αισθητά:

1. Το τότε κίνημα των Τουρκοκυπρίων, εναντίον του καθεστώτος και των τουρκικών στρατευμάτων, δεν υπάρχει πια. Ένα κίνημα με πολλές πλευρές. Κοινωνικές, συνδικαλιστικές, πολιτιστικές, πολιτικές, όπως εκφραζόταν με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, αρθρογραφία. Τα φυσικά πρόσωπα και οι φορείς τους συνάντησαν την ωμή βία του τουρκικού στρατού και των φασιστών εγκληματιών, που έφτασαν τότε και σε απόπειρες δολοφονίας.

2. Σήμερα, επίσης, έχουν ατονήσει οι κοινές συνδικαλιστικές, πολιτικές και πολιτισμικές επαφές των δύο κοινοτήτων. Αντίθετα, έχει κυριαρχήσει η καχυποψία, κυρίως στους απλούς Τουρκοκύπριους.

3. Τότε, η κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου στηριζόταν στο ΑΚΕΛ, το οποίο, ενώ είχε θετική άποψη για το σχέδιο Ανάν, για αδιευκρίνιστους λόγους υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή. Σήμερα, η κυβέρνηση Αναστασιάδη στηρίζεται στο ακραιφνές κόμμα της Δεξιάς, το ΔΗΣΥ.

4. Το 2004, η Δημοκρατία της Κύπρου βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση, δεδομένου ότι έμπαινε στο κλαμπ των ισχυρών της ΕΕ, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Τ. Παπαδόπουλος για να πει το «πατριωτικό» όχι, αφού πρώτα είχε συμφωνήσει, μαζί με όλη την πολιτική ηγεσία, με το σχέδιο Ανάν.

5. Τότε, η ευημερούσα ανώτερη και μεσαία αστική τάξη της ελληνοκυπριακής πλευράς του νησιού, έβλεπε με απέχθεια τη συνύπαρξη με τους φτωχούς Τουρκοκύπριους. «Δε θα δώσουμε τα ριάλια μας σ’ αυτούς», έλεγαν και έγραφαν περιφρονητικά. Σήμερα και οι δύο κοινότητες, με πρώτη την ελληνοκυπριακή, ζουν μια πρωτοφανή, μετά την εισβολή, οικονομική κρίση, που μόνο την εκτίναξη του δείκτη της ανεργίας να δει κανείς (από το 6% πριν τη κρίση στο 19%και στο 38,8% στους νέους), τότε θα αντιληφθεί την παράλληλη πορεία φτωχοποίησης της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Ελλάδας.

6. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων που ξεκίνησε επί Ντενκτάς, προκειμένου να προβληθεί ένα διαφορετικό πρόσωπο, επεκτάθηκε σε πολλά σημεία. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι, παρά τις διχαστικές κραυγές και από τις δύο πλευρές, δεν σημειώθηκε κανένα επεισόδιο, ούτε κατά την είσοδο ούτε κατά τη διαμονή.

7. Η κυβέρνηση Ερντογάν βρίσκεται στη δίνη μεγάλης πολιτικής κρίσης, σε αντίθεση με τότε, που ήταν ισχυρή και πολλά υποσχόμενη ηγεσία του πολιτικού ισλαμισμού. Μια από τις κορυφαίες κινήσεις της ήταν να θέσει εκτός παιχνιδιού τον άνθρωπο που έχαιρε τεράστιας εκτίμησης στο στρατιωτικό κατεστημένο, αυτόν που βαρυνόταν με άπειρες εθνικιστικές- διχαστικές κινήσεις για μισό αιώνα, τον Ντενκτάς, προωθώντας τον Ταλάτ, έναν αριστερό πολιτικό. Σήμερα, εξαιτίας του στριμώγματός του, δεν γνωρίζουμε πώς θα κινηθεί: προς τη διευκόλυνση μιας λύσης ή , το αντίθετο, για να πουλήσει πατριωτισμό;

8. Τέλος, και ίσως πιο σημαντικό για τη διεθνή σκακιέρα, όπως τη βλέπουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, είναι τα μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου που υπάρχουν στην κυπριακή ΑΟΖ. Το κόστος της μεταφοράς του, μαζί με το ισραηλινό, μέσω της Τουρκίας προς την Ευρώπη, μειώνεται κατά 60%-70% σε σχέση με το κόστος μέσω Αιγαίου και Ελλάδας. Αυτή η ανάγκη δημιουργεί αντιθετικές εκτιμήσεις. Από τη μια οι ΗΠΑ θα πιέσουν, στη γνωστή λογική τους, «λύση να υπάρξει και ό,τι νά ‘ναι, αρκεί να περάσει το αέριο άνετα και φθηνά». Από την άλλη όμως, αυτή την ανάγκη τους μπορεί να την εκμεταλλευτεί η πολιτική ηγεσία της Δημοκρατίας επισείοντας τον κίνδυνο τοπικής αναταραχής και αστάθειας.

Με ευχές δεν βάφονται (και τα τούρκικα) αυγά

Δεδομένων τούτων, η σημερινή πραγματικότητα φέρνει σε δυσμενέστερη θέση την ελληνοκυπριακή πλευρά απ’ ό,τι το 2004. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Στο Κυπριακό η επόμενη φορά ήταν συνήθως χειρότερη από την προηγούμενη.
Το ερώτημα επομένως είναι απλό στη διατύπωσή του, δυσκολότατο βέβαια στην πρακτική απάντησή του: συμφέρει τους Κύπριους, Έλληνες και Τούρκους η επίλυσή του μέσω ενός έντιμου και προωθητικού συμβιβασμού για την εργατική τάξη του νησιού και για τις λαϊκές τάξεις;
Το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Ερόγλου για την έναρξη των διαπραγματεύσεων, παρά το γεγονός ότι είναι ένα κλικ πιο πίσω από το αντίστοιχο Χριστόφια-Ταλάτ, προσιδιάζει στις γενικές αρχές που είχαν συμφωνηθεί από την εποχή Κληρίδη-Ντενκτάς. Δηλαδή για διζωνική, διακοινοτική ομοσπονδία, με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνή προσωπικότητα.
Εμείς, η Αριστερά της Ελλάδας μπορούμε να πούμε τη γνώμη μας, να θέσουμε προβληματισμούς. Σε κάθε περίπτωση όμως μακριά από τον άμβωνα του καθοδηγητή προς τους αριστερούς της Κύπρου σείοντας το ηρωικό φωτοστέφανο της πολλαπλής, μακρόχρονης αντίστασης.
Δεδομένης αυτής της αρχής, ας προβληματιστούμε χωρίς αναθέματα, αφορισμούς ή αντεστραμμένες εικόνες, όπως αυτές που ήδη παρουσιάστηκαν και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Με πατριωτικό οίστρο γράφουν ότι πρέπει να αποτραπεί ο εποικισμός, ο οποίος όμως με τη σημερινή κατάσταση ολοένα αυξάνεται και νομιμοποιείται με τους συγγενικούς δεσμούς που δημιουργούνται με τους γηγενείς.
Πώς θα φύγει ο ολοένα ενισχυόμενος τούρκικος στρατός, που εκμεταλλεύεται τη σημερινή de facto διχοτόμηση. Με πόλεμο ή ευχέλαιο;
Ή μήπως να περιμένουμε καλύτερες μέρες, που οι ιμπεριαλιστές θα ηττηθούν και η Τουρκία θα κλονιστεί συθέμελα, αφήνοντας τους δικούς της «αδελφούς» στη μοίρα τους;

Η διαιώνιση της διχοτόμησης

Η σημερινή de facto διχοτόμηση θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, με τη θέληση πια και των Τουρκοκύπριων,σε de jure. Το θέλουμε ως αριστεροί; Θέλουμε νομιμοποίηση της κατοχής εδαφών και περιουσιών; Θέλουμε μια διαχωριστική συνοριακή γραμμή 180 χιλιομέτρων; Αντέχουν οι Κύπριοι και στην από δω και στην από κει πλευρά αυτό;Αντέχουν τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, που γνωρίζουμε πολύ καλά ποιοι τις πληρώνουν; Να υιοθετήσουμε και εμείς μια νέα «μεγάλη ιδέα»;
Όσες φορές, όχι μόνο στην Ελλάδα, η Αριστερά υποβάθμιζε το ταξικό στοιχείο, έβγαινε βαθιά και για μακρύ διάστημα ηττημένη. Γράφαμε πριν 10 χρόνια ότι καθήκον μας είναι να μετατρέψουμε τη σύγκρουση στην Κύπρο από εθνική σε ταξική. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι Τουρκοκύπριοι αισθάνονται πολύ πιο κοντά με τους Ελληνοκύπριους, απ’ ό,τι με τους έποικους και τους τούρκους στρατιωτικούς.
Η οικονομική κρίση που βιώνουν και οι δύο πλευρές του νησιού, μπορεί να τις φέρει πάλι κοντά για μια νέα αρχή συνύπαρξης, συντροφικότητας, δημιουργίας, κοινωνικών κατακτήσεων, που με αμοιβαίους συμβιβασμούς θα πετάξει στο καλάθι της ιστορίας το μίσος, τον πόνο, το αίμα, που καλλιέργησαν οι ακραίες δυνάμεις του νησιού.