image_pdfimage_print

Ντάλα μεσημέρι λόγω του ωραρίου των εργαζομένων στο Κοιμητήριο, δεν απέτρεψε την πολυπληθή παρουσία φίλων και συντρόφων.
Πολλά ερωτήματα ταλανίζουν το νου. Τι θα έλεγες άραγε αν άκουγες τους επικήδειους, που όλους εμάς μας συγκίνησαν.
Πάλι θα έκανες τη γνωστή σου χειρονομία, που σήμαινε άσε μας τώρα, πάμε στο παρακάτω. Πολλοί/ες με έπιασαν για να μου πουν δακρυσμένοι ότι δεν ήξεραν τις πτυχές της έντονης πολιτικής και κυρίως της κοινωνικής παρουσίας σου, για τα ναρκωτικά, για τους μετανάστες, για τα δικαιώματα των κρατουμένων, για τα παιδιά της Γάζας, που τα επισκέφτηκες για να τους δώσεις κουράγιο όταν έπεφταν οι βόμβες σαν το χαλάζι. Χαμηλών τόνων στο προφίλ σου σε αντίθεση με τον τσαμπουκά χαρακτήρα σου, στη δουλειά, στην οργάνωση, στις συζητήσεις, στο σπίτι. Κάποια μου είπε ότι όταν ήσουν στην πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ Εσωτερικού, σε έβλεπε σαν αγοροκόριτσο.
Πάλευες να νικήσεις, να τα καταφέρεις
Ο τσαμπουκάς σου εκδηλώθηκε και στην αρρώστια σου. Ξεπέρασες τις τραγικές χρονικές προδιαγραφές, όπως πιστοποιούσαν και οι γιατροί. Στα μέσα Μαρτίου μεταφέρθηκες επειγόντως στο νοσοκομείο με προχωρημένη σηψαιμία. Γλίτωσες για δύο ώρες, είπαν οι εξαίρετοι γιατροί, ο καθηγητής Γεωργούλιας και ο ογκολόγος Κατσαούνης. Και σε αυτή τη μάχη νίκησες, μαζί με τους γιατρούς, τόσο που η Άση, τις τελευταίες ώρες, που ζήτησες ροδάκινο και παγωτό είπε «δεν είμαι σίγουρη, η Αννίτα μας συνέχεια μας εκπλήσσει».
Βγαίνοντας από πολύωρο, που ερχόταν πια συχνά, λήθαργο και σωματική καταστολή, παραμονή του φευγιού σου, ρώτησες «παίξαμε με την Κόστα Ρίκα; Τι έγινε;» Τον γιατρό που σε εξέτασε, είπες με ικανοποίηση, αλλά περισσότερο για αυτοντοπάρισμα «γιατρέ, πήρα 3 κιλά». Πράγματι, πήρες κάποια λίγα κιλά προσθέτοντας στα 37 που είχες φτάσει με παραεντερική διατροφή, μέσω φλέβας, φαγητό που παρασκευάζαμε με σύριγγες και όχι με κατσαρόλες και κουτάλες, μετά από εκπαίδευση, στο σπίτι. Κρυφίως ο γιατρός μας είπε ότι είναι θέμα ωρών. Και σ’ αυτό τον διέψευσες, κρατώντας 5 ολόκληρες μέρες.
Σ’ όλη τη μακρά μαχητική πορεία της στην αρρώστια της μόνο 2 φορές λύγισε, και αυτές προσωρινά. Και τις δύο με ερωτηματικό. «Θα τα βγάλω πέρα;» Και σε μια από τις τελευταίες μέρες, κρατώντας μου το χέρι, ψιθύρισες «ήγγικεν η ώρα» με σβησμένο, πια το ερωτηματικό.
Παρ’ όλες τις μαύρες εικόνες, ρωτούσες τι έγινε στην Κεντρική Επιτροπή, ποιοι ψήφισαν έτσι ή αλλιώς. Πως πήγατε στην ΑΝΑΣΑ, θα προχωρήσουν οι «53»;. Έπαιρνες δύναμη και ρωτούσες συντρόφους της οργάνωσης της Καλλιθέας, που τη θεωρούσε το δεύτερο σπίτι της. Μαχόταν, ωσάν να συμμετέχει, στις αντιπαραθέσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δε χάριζε κάστανα για την όποια ανεπάρκεια ή προσωπικές απόψεις δικών μας στα κανάλια. Χαιρόσουν ιδιαίτερα όταν σου λέγαμε ότι ρώτησε και στέλνει χαιρετίσματα ο τάδε ή ο δείνα.
«Άντε να συγκρουστούμε ξανά στις διαδηλώσεις»
Η απώλεια των μαλλιών προηγήθηκε, της αποσκελέτωσης σου, ωσάν τα παιδιά της Μπιάφρας. Δεν ήθελες όμως να το δείχνεις, ακόμα και στον ανσατζεριτζή. Περιμέναμε να φορέσεις το μαντήλι και να σκεπάσεις τα κοκαλιάρικα μπράτσα σου. Ήθελες να νικήσεις και το έδειχνες αρπάζοντας κομμάτια ζωής, σχεδιάζοντας ταξίδια, διακοπές, εξόδους σε θερινούς κινηματογράφους, εντολές για, κυρίως, κυπριακά φαγητά, που τα υλικά παραμένουν ακόμα στα ράφια.
Την καλύτερη ευχή, όπως είπες, στην έδωσε ο αστυνομικός του α΄ ορόφου, που ζήτησε να σε δει ενθυμούμενος τους έντονους καυγάδες σας. «Άντε να συγκρουστούμε ξανά στις διαδηλώσεις», είπε και γέλασες πρόσχαρα.
Μόνο την τελευταία «Εποχή» δε διάβασες, άστο αργότερα, είπες. Ούτε καν τον «Αλιέα», για να ακούσω την κριτική και τις παρατηρήσεις σου, «μέτριος, καλός, σεξιστικός, αδιάφορος, το παρατράβηξες», έλεγες, αν και συνέβαλες βρίσκοντάς μου τις καταλληλότερες λέξεις ή εντοπίζοντας μου γεγονότα σημαντικά. Τώρα, αν συνεχιστεί, όπως και για άλλα άρθρα μου, θα είναι φτωχός.
Τι να σκεφτόσουν άραγε, ιδίως τις τελευταίες βδομάδες. Ποιες εικόνες, φοβίες, ανασφάλειες για σένα και τους δικούς σου, ιδίως για την Όλγα. Πόσο μέτραγες τις πίκρες, τις προδοσίες, τις ασάφειες, τις υπεκφυγές; Μπα, μάλλον έβλεπες, μέχρι που έφυγες ήρεμα, χωρίς πόνο, γέρνοντας το κεφάλι, την ελπίδα για το αύριο, που πάλευες ότι θα νικήσεις και θα καταφέρεις, να το κάνεις πιο έγχρωμο, πιο έντονο, πιο όμορφο. Τα κατάφερες όμως. Δεν πέρασες απαρατήρητη, δεν έφυγες χωρίς βαθιά σημάδια στο είναι μας.
*από την εφ. «Η ΕΠΟΧΗ» 13 Ιουλίου 2014